στεμβάζω

στεμβάζω
ΜΑ
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὑβρίζω»
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «λοιδορῶ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέμβω* + κατάλ. -άζω (πρβλ. στένω: στενάζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στεμβάξαι — στεμβάζω aor inf act στεμβάξαῑ , στεμβάζω aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεμβάσεις — στεμβάζω aor subj act 2nd sg (epic) στεμβάζω fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεμβάζειν — στεμβάζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεμβάσεις — Α [στεμβάζω] (κατά τον Ησύχ.) «λοιδορίαι» …   Dictionary of Greek

  • στενάζω — ΝΜΑ 1. εκβάλλω βαθιά και ηχηρή εκπνοή, αναστενάζω 2. συνεκδ. θρηνώ, γογγύζω αρχ. 1. αγανακτώ («μὴ στενάζετε κατ ἀλλήλων, ἀδελφοί», ΚΔ) 2. (μτβ.) θρηνώ για κάτι («τὸν δ ἐμὸν πότμον ἀδάκρυτον οὐδεὶς φίλων στενάζει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”